- ανεξάγνιστος
- -η, -οαυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να εξαγνιστεί.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανεξάγνιστος — η, ο αυτός που δεν εξαγνίστηκε: Είναι ακόμη ανεξάγνιστος για όσα έκαμε στους γονείς του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)